κρυψιβουλία
Смотреть что такое "κρυψιβουλία" в других словарях:
κρυψιβουλία — η [κρυψίβουλος] 1. η απόκρυψη τής πραγματικής βούλησης ή πρόθεσης κάποιου 2. (νομ.) η ενδιάθετη επιφύλαξη, δηλαδή η απόκρυψη τής πραγματικής θέλησης τού ενός από τους συμβαλλομένους από τον αντισυμβαλλόμενο … Dictionary of Greek